τερέβινθος

τερέβινθος
και τέρμινθος και τρέμιθος, η, ΝΜΑ, και τρεμιθιά και τριμιθιά και τραμιθιά Ν, και τρίμιθος Α
1. λόγια ονομασία είδους τού φυτού πιστακία, κν. σήμερα κοκκορεβιθιά
2. ιατρ. δερματική νόσος που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μαλακών θηλοειδών ογκιδίων
νεοελλ.
φρ. α) «κρεμάμενη τέρμινθος»
ιατρ. καλοήθης δερματικός μισχωτός όγκος ποικίλου μεγέθους με μαλακή πλαδαρή σύσταση
β) «μολυσματική τέρμινθος» — μικρός καλοήθης ιογενής όγκος τού δέρματος ημισφαιρικού σχήματος, με ομφαλό στην κορυφή και μεγέθους από κεφαλής καρφίτσας έως μπιζελιού
αρχ.
1. ο καρπός αυτού τού φυτού, πιθανώς το γνωστό σήμερα ως αιγινίτικο φιστίκι
2. παρασιτικό εξόγκωμα τής ελιάς
3. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το Μέγα Ετυμολογικόν), φυτό όμοιο με το λινάρι από το οποίο κατασκεύαζαν οι Αθηναίοι αλιευτικές ορμιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος άγνωστης ετυμολ. Ο τ. εμφανίζεται σε μεγάλη ποικιλία μορφών από τις οποίες αρχαιότερη φαίνεται η μορφή τέρμινθος, ενώ ο τ. τερέβινθος έχει σχηματιστεί μτγν., πιθ. αναλογικά προς το ἐρέβινθος «ρεβίθι». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. terebinthus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τερέβινθος — τέρμινθος terebinth fem nom sg τερέβινθος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερεβίνθη — και τερεμίνθη, ἡ, Α [τερέβινθος] 1. η τερέβινθος 2. εκκλ.υγρό συστατικό τού χρίσματος …   Dictionary of Greek

  • τερεβίνθινος — και τερμίνθινος, η, ο / τερεβίνθινος και τερμίνθινος, ίνη, ον, ΝΑ, και τερεμίνθινος, η, ο, Ν [τερέβινθος / τέρμινθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό τερέβινθος ή τέρμινθος αρχ. αυτός που παράγεται από το παραπάνω φυτό («τερμίνθινος οἶνος» …   Dictionary of Greek

  • τερπένιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα τερπένια χημ. συνοπτική ονομασία υδρογονανθράκων οι οποίοι είναι ευρύτατα διαδεδομένοι τόσο στα φυτά όσο και στα ζώα και οι οποίοι, μαζί με τα παράγωγά τους, ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία τών ισοπρενοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τερέβινθον — τέρμινθος terebinth fem acc sg τερέβινθος masc/fem acc sg τερέβινθος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • терпентин — скипидар . Из нов. в. нем. Теrреntin – то же от ср. лат. terebinthina (rēsina) терпентинная смола : лат. terebinthus, греч. τερέβινθος терпентин ; см. Клюге Гётце 617; Горяев, ЭС 444 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • цер — порода дуба , цслав., русск. цслав. церъ, сербск. цслав. церь τερέβινθος, болг. цер порода дуба , сербохорв. це̏р, род. п. цѐра, словен. cèr, род. п. сerа, чеш., слвц. сеr. Из лат. cerrus вид дуба ; см. Мi. ЕW 28; Бернекер I, 122 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Islam-bol — Istanbul Pour les articles homonymes, voir Istanbul (homonymie). Istanbul İstanbul …   Wikipédia en Français

  • Istamboul — Istanbul Pour les articles homonymes, voir Istanbul (homonymie). Istanbul İstanbul …   Wikipédia en Français

  • Istambul — Istanbul Pour les articles homonymes, voir Istanbul (homonymie). Istanbul İstanbul …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”